αντικαταπέμπω

αντικαταπέμπω
ἀντικαταπέμπω (AM)
στέλνω (προς τη γη) κάτι ως ανταμοιβή της ικεσίας που αναπέμφθηκε προς τον ουρανό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”